- τιμουχέω
- τῑμουχ-έω,A to be a
τιμοῦχος 11
, SIG38.29 (Teos, v B.C., written τιμοχ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιμοῦχος 11
, SIG38.29 (Teos, v B.C., written τιμοχ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.